- ἐπικτήτων
- ἐπίκτητοςgained besidesmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐπικτήτων — Ἐπίκτητος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
καρδιοχειρουργική — Βλ. λ. καρδιά (Χειρουργική). * * * η ιατρ. κλάδος τής χειρουργικής εξειδικευμένος στη διόρθωση συγγενών και επίκτητων ανωμαλιών τής καρδιάς και τών μεγάλων αγγείων που βρίσκονται κοντά της, στην αντιμετώπιση τών κακώσεων τής καρδιάς, τού… … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek
χειρουργικός — ή, ό / χειρουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη… … Dictionary of Greek
αγγειοκαρδιογραφία — Ακτινογραφία των κοιλοτήτων της καρδιάς και των αγγείων που ξεκινούν από αυτήν ή καταλήγουν σε αυτήν. Ο γιατρός περνά έναν καθετήρα από μια φλέβα του χεριού προκειμένου για τις δεξιές κοιλότητες ή από την αορτή προκειμένου για τις αριστερές. Με… … Dictionary of Greek
Βάισμαν, Αουγκούστ — (August Weismann, Φρανκφούρτη 1834 – Φράιμπουργκ 1914). Γερμανός βιολόγος. Ο Β. από νεαρή ακόμη ηλικία ασχολήθηκε με τη φυσική ιστορία, συλλέγοντας φυτά και έντομα και εκτρέφοντας κάμπιες. Το μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σένκεμπεργκ στη Φρανκφούρτη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek